- περιφέρεια
- Ο όρος δηλώνει την καμπύλη του επίπεδου, που σήμερα επικράτησε να λέγεται κύκλος.
* * *η, ΝΜΑ [περιφερής]1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια τού κύκλου, η κλειστή καμπύλη τής οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση από το κέντρο το οποίο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο2. η κλειστή γραμμή που περιβάλλει κυκλικό ή σφαιρικό, περίπου, ανάλογο σχήμα ή σώμα (α. «περιφέρεια τού κορμού τού δέντρου» β. «περιφέρεια τού κίονα»)3. κυρτή, σφαιρική επιφάνεια (α. «περιφέρεια τής σφαίρας» β. «περιφέρεια τού θόλου» γ. «κράνη ὁλοσίδηρα καὶ λεῑα ταῑς περιφερείαις», Πλούτ.)νεοελλ.1. εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η δικαιοδοσία μιας αρχής ή συντελείται μια διαδικασία όπως τήν ορίζει ο νόμος (α. «Περιφέρεια Διοικήσεως Πρωτεύουσας» β. «Περιφέρεια Σουφλίου» γ. «εκπαιδευτική περιφέρεια» δ. «εκλογική περιφέρεια»)2. η απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα περιοχή3. μτφ. το σύνολο τών χωρών τού τρίτου κόσμου που είναι εξαρτημένες πολιτικά ή οικονομικά από τις πλούσιες και ισχυρές χώρες4. οι γλουτοίμσν.-αρχ.1. η εξωτερική γραμμή, το περίγραμμααρχ.1. η ακολουθία, η συνοδεία («τὴν τῶν χερουβεὶμ περιφέρειαν»)2. τόξο κύκλου3. σφάλμα, πλάνη («περιφέρεια ἐν καρδίᾳ αὐτῶν», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.